ἔπασσεν

ἔπασσεν
πάσσω
sprinkle
imperf ind act 3rd sg
πατέομαι
eat
aor ind act 3rd sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πάσσω — αττ. τ. πάττω, Α 1. πασπαλίζω κάτι τριμμένο, επιπάσσω («θελκτήρια φάρμακ ἔπασσεν αἰθέρι καὶ πνοῆσιν», Απολλ. Ρόδ.) 2. ραίνω, ραντίζω με κάτι ρευστό 3. μτφ. διακοσμώ («ἱστὸν ὕφαινε... δίπλακα πορφυρέην, ἐν δὲ θρόνα ποικίλλ ἔπασσε», Ομ. Ιλ.) 4. φρ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”